ζευγαράκι

ζευγαράκι
το
(χωρίς γεν.)
1. ζεύγος μικρών αντικειμένων: Ένα ζευγαράκι γάντια.
2. ζεύγος ερωτευμένων: Συναντήσαμε πολλά ζευγαράκια μέσα στο άλσος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζευγαράκι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 809 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρακύνθου. 2. Οικισμός (48 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο …   Dictionary of Greek

  • Άνω Ζευγαράκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 72 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρακύνθου …   Dictionary of Greek

  • Verwaltungsgliederung der Gemeinde Agrinio — Die griechische Gemeinde Agrinio gliedert sich seit der Verwaltungsreform 2010 in zehn Gemeindebezirke (die den Gemeinden bis 2010 entsprechen), diese wiederum gliedern sich in 50 Ortschaften (die mit den Gemeinden vor der Gemeindereform 1997… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”